Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Εγγραφή 21




Τόσες λέξεις για να μην το ξεστομίσεις...
Αρχίζουν οι μέρες να έχουν τη μυρωδιά νεκροτομείου.
Εμείς περιπλανιόμαστε στους σκοτεινούς διαδρόμους
Άλλά δε συναντιόμαστε
παρά την θλιβερή ώρα της επί παραγγελία νεκροψίας
όπου αναγνωρίζει ο καθένας το διπλανό του.
Και βάζουμε όλοι μαζί τα πριόνια μπροστά στο φουλ
να βρούμε ενδείξεις και τεκμήρια.
Θα ήταν μάλλον πιο απλό
αν κοιταζόμασταν

(α.κ.)

Στις άκρες των δαχτύλων σου. Εκεί θέλω να ζήσω.



Είμαι μια αποσκευή που χάθηκε και δεν την αναζήτησε κανείς. Παραμένω στο γραφείο των απωλεσθέντων περιμένοντας μια καταστροφή να με γλιτώσει. Ή μια μνήμη ή έστω μια μικροκλοπή. Σαν καρναβάλι κι ετούτο το Σαββατοκύριακο, να μην ξέρεις από πού να το μαζέψεις. Ακολούθησα τα δάκρυα αυτών των σαλτιμπάγκων, έτσι βρέθηκα εδώ. Όλοι οι θίασοι περιπλανώμενοι είναι. Αντιστέκομαι στη διαφθορά των λόγων, αντικρούω τα παραληρήματα της επανάληψης. Κρατούσα σφιχτά το χέρι κάποιου κι όταν γύρισα να τον κοιτάξω δεν είδα παρά ένα χέρι μοναχό του , χωρίς άνθρωπο και μου ‘λεγε, θα μείνω μαζί σου για πάντα, μη φοβάσαι πια το σκοτάδι. Ύστερα θυμάμαι την οικονόμο που σηκώθηκε να κλείσει την πόρτα και μετά γαβγίσματα κι ήθελα τόσο πολύ να βάλω τα κλάματα αλλά ντράπηκα κι έφυγα πάλι χωρίς να πω κουβέντα. Είμαι ένας λεπτοδείκτης και νομίζω πως δεν είμαι. Καταφέρνω έτσι να βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον στη ροή του χρόνου παρ’ όλο που ποτέ δεν είχα ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασής μου.
Ν’ άνοιγε η πόρτα τώρα και να ‘μπαινες…

(ε.σ.)

Κυριακή



Κι ο Μπέκετ θα ‘χε σίγουρα κάτι να γράψει γι’ αυτή τη νύχτα. Ας είναι ανήσυχοι οι νεκροί μας. Να κοιμηθούμε κι εμείς λίγο.
Αποφεύγω τις τηλεφωνικές συσκευές και τις υπηρεσίες αναμονής κλήσεων. Οργώνω την πόλη με φανταστικά οχήματα και δίνω έτσι στον εαυτό μου πολύ χρόνο για γέλια.


Ας χάνομαι στις σκέψεις μου. Να βρίσκομαι στις δικές σου θέλω.

(ε.σ.)

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Τηλεφώνημα



Με στοίχειωσαν απαντήσεις

αριθμοί κλειδιά
καλώδια
αυτός ο άντρας σταματάει ένα ταξί
κάθεται πάντα στο μπροστινό κάθισμα
Οι νευρώνες μου
ακολουθούν
τις λέξεις σου
κι εκρήγνηνται
Γεμίζει πάλι αίματα το σπίτι

(ε.σ.)

ΦΩΝΗ 3



«Έχω ένα χρέος να ξεπληρώσω. Εδώ και καιρό. Καθυστερώ. Υστερώ. Μια υστερία και μια υστέρηση. Η μήτρα μου, η αρχή και το τέλος. Κι έπειτα πάλι αρχή και πάλι τέλος. Η σάρκα ασθενεί πάντα το χειμώνα. Τα χάδια ακρωτηριασμένα στις αγκαλιές ενός δολοφονικού αιώνα. Στους δρόμους ξανά με άγνωστη κατεύθυνση. Πού πάμε πάλι; Όλες οι πόρτες κλειστές. Νύχτωσε. Κανείς δεν ανοίγει. Κατάπιαν τα ηλεκτρικά φώτα μέσα στη λαιμαργία των εποχών. Δε θα βρούμε το δρόμο. Πες μου, πού πάμε;
Έχω ένα χρέος να πληρώσω. Καιρό τώρα. Ξυπόλυτα τα πόδια σ΄ έναν μεταλλικό λαβύρινθο. Να κρυφτούμε να μη μας δουν. Πάρε με αγκαλιά. Κρυώνω. Μέσα μου αίμα και σπέρμα ξένο. Σε ποιόν χρωστάω αυτή τη γέννα; Η μήτρα μου. Σπάραγμα σώματος. Είμαι το δανεικό σώμα. Όλα ύστερα. Είμαι οι πόνοι ενός πληρωμένου τοκετού. Η ζωή, τεμάχιο μου. Όλα αυτά. Για ποιόν;
Η ταυτότητα μου δεν έχει σημασία. Εκτελώ εντολές γευμάτων και απαγορεύσεων. Έχω φόβο. Τίποτα. Έχω απλά να διεκπεραιώσω μια πληρωμένη υπόθεση. Δεν έχω πια παρά ένα παιδικό παραμύθι να αποτελειώσω. Η βιτρίνα των ημερών στολισμένη εδώ και καιρό Χριστούγεννα. Ναι. Μ΄ έχεις ξαναδεί. Κοίταξε με καλά. Ποια σου θυμίζω;
Με είδες να ζητιανεύω με το πρόσωπο μου χαρακωμένο τη βία της γεωγραφίας. Με είδες να κάθομαι δίπλα σου φορώντας το τσακισμένο φόρεμα δύο πολέμων. Με είδες να καθαρίζω το σπίτι σου με χέρια ανοιγμένα απ΄τα χημικά ενός σίφουνα αστικής αποστειρωμένης λευκότητας. Με είδες να παίζω με τα παιδιά σου παιδικά παραμύθια χωρίς λέξεις. Με είδες να σου ζητάω να με βοηθήσεις να βρω το δρόμο σ΄ έναν σκισμένο χάρτη μιας πόλης ξένης. Με είδες να συλλαβίζω ψωμί και γάλα ενώ γελούσες με τα άθλια ελληνικά μου. Με είδες κρεμασμένη την καταγωγή μου χάρτινο κολιέ. Με είδες μια, δύο, τρεις και πάντα με προσπερνούσες αδιάφορα σιγοψιθυρίζοντας μια κατάρα που δεν ξέρω τι σημαίνει. Φαντάζομαι όμως. Πίστεψε με. Φαντάζομαι…
Πες μου λοιπόν, με θυμήθηκες;»
(α.κ.)
φωτο:Αθανασία Κρατημένου

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009




Συναρπαστικές οι αντιθέσεις
Η θάλασσα έτοιμη
να καταπιεί το καρυδότσουφλο του χρόνου
Η πόλη σε ετοιμότητα.
Δεν είμαι αυτή που θα έρθει και θα χτυπήσει την πόρτα
Δε βρέχει καν
Σωπαίνω
κι αποστασιοποιούμαι αυτές τις μέρες
γιατί ποτέ δεν ξέρεις
τι κρύβεται κάτω από το λίθο
Αυτόν
που έβαλε ο αναμάρτητος.
(ε.σ.)