Κυριακή 19 Απριλίου 2009

And when the planets die


Δυτικότερα της Δύσεως.
Νοτιότερα του Επιταφίου.
Αργότερα της Μέθης
της μέσης
της Μέσης Ανατολής
και της μέσης λύσης.
Όλες αυτές τις μέρες σκαρώνω ένα μεγάλο κόλπο.
Το ονόμασα νοσταλγία.
Απώλειες αντικαταστάσιμες. Να έρθεις πάλι.

(ε.σ.)

Έρχεσαι;


Περπατούσαμε μαζί.
Θυμάσαι;
Όπως τώρα. Σαν τώρα. Το θυμάμαι σαν τώρα.
Θυμάσαι;
Περπατούσα δίπλα σου, θυμάσαι;
Ήμασταν μαζί.
Θυμάσαι;
Δεν ήσουν εσύ.
Ήμασταν μόνοι.
Μόνοι στον κόσμο.
Όχι, όχι στον κόσμο.
Όχι, δεν ήσουν εσύ.
Στον κόσμο ολόκληρο.
Δεν υπήρχε ο κόσμος, τότε δεν υπήρχε άλλος κόσμος.
Ούτε αυτός εδώ
Υπήρχε.
Δεν υπήρχε.
Υπήρχε μόνο...
Μόνο που...
Μόνο τι;
Είναι δικός μου
Μόνο τι;
Άστον σου λέω
Είναι δικός μου
Δικός μου
Που τον βρήκες;
Δεν τον βρήκα εγώ, αυτός με βρήκε
Ήρθε και με βρήκε
Ήρθε
Τον βλέπεις;
Που είναι;
Έρχεται
Σιωπηλά
Ήσυχα
Έρχεται μέσα στη σιωπή και λέει....
Και μετά λέει...
Η ησυχία.
Κι εκείνη λέει:
Δώσε μου ένα λόγο να ντραπώ
ούτως ώστε να εμπλουτιστεί αυτή η σκέψη.
Και εξήλθε
εκ της φλογός και
δε σημάδεψε ούτε τον καθρέφτη
ούτε τον πόνο.
Αλλάζω λοιπόν την γραφή
ετούτη
και την κάνω γέλια ή
γάλα μητρικό.
Η σιωπή φονική
Αυτό ήταν.
Σκοτώθηκα
Βγες, δεν έρχεται κανείς.
Με σκότωσε
Βγες σου λέω, τελείωσε.
Έφυγε;
Έρχεται.
Σιωπή!
Η σιωπή με σκότωσε
Με σκότωσες, εσύ, εσύ με σκοτώνεις.
Πως να το πω αλλιώς,
οι δείχτες του ρολογιού
κρεμασμένοι στον τοίχο.
Το λουκέτο χωρίς κλειδί.
Μια συλλογή από καταφάσεις.
Κάνε μου λίγο χώρο
Λίγο χώρο μόνο
Κάνε μου λίγο χώρο
μέσα στο χάος.

(ε.σ.)

Ιστορία δολοφόνου


Ήταν κάποιος που ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι και ξύπνησε όρθιος, κοιτάζοντας κατά πρόσωπο ένα δωμάτιο με καθρέφτες. Ήταν η εποχή του εμφυλίου. Οι γνωστοί, χρόνια τώρα, τον φώναζαν «δολοφόνο», αλλά ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ίσως εκείνα τα βατράχια που είχε σκοτώσει μικρός στις όχθες ενός χειμωνιάτικου ποταμού. Ίσως πάλι όχι. Στάθηκε όρθιος πιέζοντας δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. Δεν κοιμόταν. Ξαφνικά, ένιωσε μια παγωμένη αίσθηση αντικειμένου πάνω στο πίσω μέρος του λαιμού του, ακριβώς στο σημείο κάτω από το δεξί του αφτί. Γύρισε το κεφάλι απότομα...Κι έπειτα ένας κρότος. Σαν πυροβολισμός. Μετά θραύσματα δωματίου στο χώρο από παγωμένα κομμάτια θλιβερών αντανακλάσεων. Κι έπειτα... Η επανάληψη... Η επανάληψη...Να στρέφει το πρόσωπό του, ένας ήχος... και Να στρέφει το πρόσωπό του, ένας ήχος... και Ήταν κάποιος που ένα βράδυ έπεσε στο κρεβάτι και ξύπνησε όρθιος κοιτάζοντας κατά πρόσωπο ένα δωμάτιο με καθρέφτες. Ήταν η εποχή του εμφυλίου. Οι γνωστοί, χρόνια τώρα, τον φώναζαν «δολοφόνο», αλλά ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ίσως εκείνα τα βατράχια που είχε σκοτώσει μικρός στις όχθες ενός χειμωνιάτικου ποταμού. Ίσως πάλι όχι. Στάθηκε όρθιος πιέζοντας δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. Δεν κοιμόταν. Ξαφνικά, ένιωσε μια παγωμένη αίσθηση μέσα στην παλάμη του δεξιού του χεριού, ανάμεσα στα δάχτυλα. Οι πολλαπλοί καθρέφτες και οι ψυχρές αντανακλάσεις εαυτού με το δεξί χέρι υψωμένο, σχηματίζοντας ορθή γωνία με τον κορμό. Το χέρι του δείχνοντας το είδωλο. Το είδωλο σημαδεύοντας το πρόσωπο. Το πρόσωπο, σε έναν ψυχρό πολλαπλασιασμό πάνω σε συμπαγή θραύσματα σε ένα παράξενο γυαλιστερό σύμπλεγμα που συνήθως ονομάζεται «καθρέφτης». Κι έπειτα ένας πυροβολισμός. Και μετά, κομμάτια αποσπασμένα από σκληρό σώμα με θραύση, ιπτάμενα στο χώρο σε αργή κίνηση. Κομμάτια κρύων πένθιμων αντανακλάσεων. Σε επανάληψη...Το ίδιο καρέ να αντικατοπτρίζεται, να αντανακλάται, να ανατυπώνεται, να αναπαράγεται... «Σατανική η επανάληψη των ένοχων ιστοριών μας». Είπε ένας απλός δολοφόνος ομοιώματος εγκλεισμού...
(α.κ.)

Time Zero



Χείλη κόκκινα πεταμένα
στο πάτωμα
το λάθος φιλί
χυμένο στον ουρανό
στο δρόμο
ψοφίμια
Το ρολόι αποκτά στόμα και λέει
σώθηκα
Εσείς με σώσατε.
Θα σταματήσω εδώ, λοιπόν.
Ευχαριστώ.

Αυτό ήταν.
Το τέλος του χρόνου

(ε.σ.)

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Φιλοξενούμενος... Πάνος Χριστοδούλου- 12η έκθεση του Άλκη

«Στο σχολείο συζητήσαμε για
τις εφευρέσεις και τις ανακαλύψεις
που άλλαξαν την ιστορία του κόσμου.
Αν ήσουν εφευρέτης, τι θα
δημιουργούσες ώστε να γίνει
καλύτερη η ζωή μας;»


Εγώ δε θέλω να γίνω εφευρέτης, είναι μεγάλος μπελάς! Άλλωστε, σας είπα τι θέλω να γίνω στην προηγούμενη έκθεση. Πάντως, αν με το ζόρι έπρεπε να γίνω εφευρέτης, αυτό που θα ήθελα να φτιάξω και θα έκανε καλύτερη τη δική μου ζωή θα ήταν το κουμπί της γνώσης. Το κουμπί της γνώσης θα ήταν η τέλεια εφεύρεση, γιατί εγώ θα το πατούσα και θα μάθαινα όλα τα μαθήματα του σχολείου (και ιδιαίτερα τα μαθηματικά). Με αυτό το κουμπί δε θα χρειαζόταν να διαβάζω και να κουράζομαι. Μάλιστα, αν έφτιαχνα εγώ ή κάποιος άλλος εφευρέτης αυτό το κουμπί και το είχαν όλα τα παιδιά και το πατούσαν, δε θα χρειαζόταν να διαβάζει κανείς και θα μπορούσαμε να σταματήσουμε το σχολείο και να έχουμε συνέχεια διακοπές.
Aυτό θα έκανε καλό και στον τουρισμό μας, γιατί οι γονείς μας θα μας πήγαιναν σε περισσότερα μέρη και θα μέναμε σε ξενοδοχεία και θα τρώγαμε σε ταβέρνες κι έτσι δε θα έβγαιναν στις τηλεοράσεις να γκρινιάζουν οι ξενοδόχοι και οι ταβερνιάρηδες ότι τα δωμάτιά τους και οι ταβέρνες τους μένουν άδειες και ότι περνάνε κρίση κι ούτε θα φώναζαν:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος;»
Eπίσης, αν σταματούσαμε το σχολείο, χάρη σε αυτήν την τέλεια εφεύρεση, δε θα υπήρχε λόγος να ξυπνάμε τόσο πρωί (που είναι πάρα πολύ βάρβαρο) και ούτε θα τρέχαμε από το πρωί στους δρόμους όλο βιασύνη και άγχος με τα αυτοκίνητα των μπαμπάδων μας και των μαμάδων μας ή με τα σχολικά. Έτσι δε θα είχαμε κορναρίσματα και νεύρα ούτε η μαμά μου θα χρειαζόταν να βρίζει τους άλλους οδηγούς, που η αλήθεια είναι ότι αυτοί κάνουν την αρχή, γιατί της κορνάρουν και τη μουντζώνουν που δεν ξεκινάει αμέσως μόλις το φανάρι γίνει πράσινο.
Γενικά, θα μειωνόταν η κίνηση, επιπλέον η ζωή όλων, που περνάνε το πρωινό τους στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, θα γινόταν πιο εύκολη και δε θα χρειαζόταν πια οι δημοσιογράφοι από τα κανάλια να πηγαίνουν στα παράθυρα των αυτοκινήτων και να ρωτάνε τους οδηγούς:
«Πείτε μας, έχει πολλή κίνηση;»
Oύτε αυτοί θα χρειαζόταν να απαντάνε με θυμό:
«Μα δε βλέπετε; Tρεις ώρες είμαι στο ίδιο σημείο! Αίσχος! Πού είναι το κράτος;»
Όμως, τώρα που το σκέφτομαι, αν εφεύρω αυτό το κουμπί της γνώσης κι έτσι κλείσουν τα σχολεία (γιατί πια δε θα είναι απαραίτητα), θα χάσετε, κυρία, τη δουλειά σας! Και όχι μόνο εσείς, αλλά όλοι οι δάσκαλοι! Aυτό όμως δεν είναι καθόλου καλό, γιατί εγώ δε θέλω να μείνει κανείς χωρίς δουλειά. Άλλωστε, κι ο θείος μου ο Γιάννης λέει ότι δεν είναι εύκολο τη σήμερον ημέρα να βρεις δουλειά, με την ανεργία που υπάρχει, κι ότι εγώ είμαι τυχεράκιας που θα πάρω τη δουλειά του πατέρα μου. Όμως εγώ του απάντησα ότι δε θέλω να είμαι τυχεράκιας, γιατί δε θέλω τη δουλειά του πατέρα μου (είπαμε, θέλω να γράφω παραμύθια!), και, αν θέλει ο θείος Γιάννης, ας την πάρει αυτός που δεν έχει, για να πάψει και η μαμά μου (η αδελφή του, δηλαδή) να λέει, όταν εκείνος δεν είναι μπροστά, ότι είναι τεμπέλης και ότι θα πέθαινε στη ψάθα, αν ο πατέρας τους (ο παππούς μου ο Λευτέρης, δηλαδή) δεν του είχε αδυναμία και δεν του έδινε τα νοίκια από την πολυκατοικία στη Σόλωνος.
Κι ύστερα, κυρία, αν μένατε εσείς οι δάσκαλοι χωρίς δουλειά, θα αναγκαζόσασταν να βγείτε στους δρόμους και να κάνετε πορεία, όπως κάνουν κάθε μέρα όσοι ψάχνουν το δίκιο τους. Κι έτσι, πάλι θα γινόταν μποτιλιάρισμα στους δρόμους και οι οδηγοί θα κορνάρανε και θα φωνάζανε:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος; Πώς θα πάμε στις δουλειές μας;»
Και οι διαδηλωτές θα φώναζαν:
«Αίσχος! Πού είναι το κράτος, που δίνει άδεια στον Άλκη με την εφεύρεσή του να μας αφήνει χωρίς δουλειά!»
Eπειδή, λοιπόν, δε θέλω καθόλου η εφεύρεσή μου να δημιουργήσει τέτοια προβλήματα, καλύτερα να βρω μια άλλη!
H αλήθεια είναι ότι είχα βρει μια άλλη εφεύρεση και νόμιζα ότι ήταν η καλύτερη! Είχα σκεφτεί από μόνος μου ότι θέλω να εφευρεθεί ένα φάρμακο (να είναι σιρόπι με γεύση σοκολάτα), που θα το δίνουν οι γιατροί σε όλο τον κόσμο κι έτσι δε θα αρρωσταίνει και δε θα γερνάει κανείς. Αυτό το σιρόπι σίγουρα θα έκανε τη ζωή όλων καλύτερη, γιατί έτσι δε θα χρειαζόταν να πεθάνει κανείς, κι όλοι θα είμασταν ευτυχισμένοι. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε και ένα παρόμοιο φάρμακο για τα ζώα (ίσως με άλλη γεύση, γιατί δεν ξέρω αν τους αρέσει η σοκολάτα). Έτσι, δε θα πέθαινε ο κύριος Ψι, ο γάτος της Μαρίας, που εγώ ποτέ δε συμπάθησα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έπρεπε να πεθάνει, γιατί στενοχωρήθηκε πολύ η Μαρία.
Mε αυτά τα καταπληκτικά σιρόπια, η Μαρία και όλος ο κόσμος θα ήταν ευτυχισμένοι. Κι εγώ θα ήμουν ακόμη πιο πολύ ευτυχισμένος, γιατί χάρη στο σιρόπι μου δε θα είχαν αρρωστήσει η νονά μου και η θεία μου, ούτε θα είχαν πεθάνει. Kι έτσι θα συνεχίζαμε να περνάμε τα καλοκαίρια μαζί και να κάνουμε καλαμπούρια στο εξοχικό μας. Mε αυτό το σιρόπι, ούτε η γιαγιά μου θα γερνούσε και θα μπορούσε να πάει το ταξίδι στην Αυστραλία (που τόσο ονειρευόταν από νέα κοπέλα), ενώ τώρα δεν μπορεί να πάει ούτε μέχρι την τουαλέτα μόνη της!
Όμως, ο παππούς μου ο Μιχάλης λέει ότι δεν είναι σωστό να γίνει κάτι τέτοιο. Εντάξει, συμφωνεί ότι πρέπει η επιστήμη να κάνει καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων γιατρεύοντας ασθένειες, αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει θεός, κάνοντας τους ανθρώπους αθάνατους.
«Μα, δε θα ήθελες να ζήσεις για πάντα;» τον ρώτησα.
Eκείνος μου απάντησε πως δε θέλει, γιατί θα ήταν αφύσικο. Τίποτα στη φύση δε διαρκεί για πάντα. Ο προορισμός μας, λέει ο παππούς μου, είναι να ζούμε με αξιοπρέπεια και σεβασμό στη φύση και στους συνανθρώπους μας, να κάνουμε τον κύκλο μας και να φεύγουμε από τη ζωή χαμογελώντας, με την ικανοποίηση ότι ζήσαμε καλά και προσφέραμε κάτι. Κι ύστερα, φαντάσου, μου λέει, να μην πέθαινε κανείς. Η γη δε θα μας χωρούσε και ούτε η τροφή θα ήταν αρκετή για όλους μας.
Τότε, σκέφτομαι εγώ, θα έπρεπε να βρω ένα χάπι, που θα το έτρωγαν όλοι και θα χόρταιναν· όμως δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, γιατί κι αυτό το χάπι θα έπρεπε να έχει τη γεύση κάποιου φαγητού. Άντε τώρα να βρεις τη γεύση που αρέσει σε όλο τον κόσμο! Πατάτες τηγανητές; Σουβλάκι; Μακαρόνια με κιμά; Τα φαγητά της κυρίας Γιουσίφ;
Οπότε, καλύτερα να εφευρεθεί ένα άλλο χάπι, χωρίς γεύση, που να το καταπίνουμε από μωρά κι έτσι να μαθαίνουμε πώς να κάνουμε αυτό που λέει ο παππούς μου: να ζούμε με αξιοπρέπεια και σεβασμό στη φύση και στους συνανθρώπους μας. Αν μπορούσε να φτιαχτεί ένα τέτοιο χάπι, η ζωή όλων μας θα γινόταν καλύτερη· γιατί, χάρη σε αυτό, δε θα καταστρέφαμε τον πλανήτη μας, δε θα φερόμασταν άσχημα στα ζώα και στη φύση γενικά, δε θα θεωρούσαμε κάποιους συνανθρώπους μας κατώτερους, δε θα μισούσαμε κανέναν, δε θα σκοτώναμε κανέναν, ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, δε θα κάναμε πολέμους, θα φερόμασταν σε όλους καλά και δε θα υπήρχε κανένας δυστυχισμένος, κανένας πρόσφυγας, ούτε ο Ναβίντ και η μαμά του.
Αυτό το χάπι, βέβαια, θα έπρεπε να το πάρουν πρώτοι οι γονείς μας και οι παππούδες μας, αλλά θα έπρεπε να δίνεται και σ’ εμάς από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όμως, επειδή δεν ξέρω αν είναι δυνατόν ποτέ να το εφεύρω εγώ ή κάποιος άλλος εφευρέτης, μάλλον πρέπει, κυρία, εσείς και οι υπόλοιποι δάσκαλοι (που έχετε δουλειά, μιας και δε θα εφεύρω τελικά το κουμπί της γνώσης) να μας μαθαίνετε στο σχολείο αυτό που θα μας μάθαινε το σούπερ χάπι μου. Mήπως θα μπορούσε να γίνει αυτό στην ώρα των μαθηματικών;

-από το βιβλίο "Ο Ναβιντ δεν ήρθε για διακοπές", εκδ. Κέδρος

Εγγραφή 19



Γεννήθηκα την παγωμένη ώρα της σιωπής.
Το πρόσωπο μου θαμμένο σε μνήμες και άμμο.
Συχνά, ξεχνάω τις λέξεις.
Λησμονώ τη γραφή.
Στην αναρθρία ανακάλυψα δεύτερη χρονιά φέτος έναν τόπο να χωράω.
Χώρος ανάσας χωρίς κραυγές.
Χρόνος δεύτερος.
Στη γεωγραφία χρονικών οδοδεικτών ολισθαίνω διαρκώς στη ζαβολιά.
Τρίτη εποχή.
Τέταρτη.
Πέμπτη
Έκτη.
Μισώ την έβδομη ημέρα, και τις απαριθμήσεις ορόσημων.
Γεωπολιτική επανεφεύρεσης υπαρξιακών μύθων.

(α.κ.)