Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Ιστορία της λέξης


Ήταν κάποιος που μισούσε τις σιωπές. Όλες τις σιωπές. Της αμηχανίας, της έκπληξης, του έρωτα, της μοναξιάς, της πόλης, του δωματίου μετά τις δύο τα ξημερώματα, της εντατικής, της αμνησίας, της κουβέντας, της άγνοιας, της μνήμης, του χορού, της αναχώρησης, του χωρισμού, της αϋπνίας, της δειλίας, της οργής, της φυγής, του μίσους, του πόνου, της ζητιανιάς, του χαδιού, της τυφλής γυναίκας στη Σταδίου, του κοιμισμένου, του κρεμασμένου, της καταστροφής, της λεηλασίας, του καμένου χωριού των Βαλκανίων, της προδοσίας, της ρουφιανιάς, του βιασμένου σώματος, του τρομαγμένου βλέμματος. Όλες τις σιωπές. Κυρίως τις δικές του σιωπές. Κυρίως αυτές. Αυτές που θα μπορούσαν να φανερώσουν με τον πιο καταφανή, έκδηλο, αδιάψευστο, ακλόνητο και αδιάσειστο τρόπο την αδυναμία του και την κενότητα που επεκτεινόταν σταδιακά στις αισθήσεις του και σιγά- σιγά κυρίευε ολόκληρο το σώμα του. Τις σιωπές οι οποίες είχαν την αδιαφιλονίκητη δύναμη να καταστρέψουν όλες του τις απόπειρες και να διαλύσουν σε εκατομμύρια θραύσματα τους καθρέφτες της εικόνας που σχημάτιζε για χρόνια τώρα. Ένα πάζλ χωρίς τέλος και αρχή σε ένα μόνο χρώμα και μια τονικότητα. Έτσι, γινόταν όλος ένα τεράστιο στόμα από όπου ξεχύνονταν ένας σωρός ρήματα, επιρρήματα, υποκείμενα, αντικείμενα, σύνδεσμοι και σημεία στίξης προφορικών ακατάληπτων αφηγήσεων. Οι προτάσεις παρατάσσονταν σε επιθετικούς προσδιορισμούς καθορίζοντας το πεδίο της οροθετημένης ζώνης του λόγου. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, ενός νευρωτικού και επαναλαμβανόμενου λογυδρίου χωρίς διακοπές, ώστε να μην αποκαλυφθεί περίτρανα ο καθοριστικός ρόλος όπου είχαν διαδραματίσει στην εξέλιξη του και στη ζωή του ολόκληρη οι (αν-)ασφάλειες και οι ενοχές. Κάθε παραμικρή και ασήμαντη κίνηση κάθε λέξη που είχε ξεστομίσει. Μιλούσε έτσι ακατάπαυστα, μόνος στο σπίτι και στο δρόμο και στο λεωφορείο και στις δημόσιες τουαλέτες. Ήταν η εποχή της ανακατάληψης του χαμένου εδάφους. Μια επεκτατική λεξιλογική κίνηση η οποία στόχευε όλα τα μέτωπα. Διέκοπτε ακόμα και τον εαυτό του. Σήμερα σηκώθηκε νωρίς από τους θορύβους του δρόμου της λαϊκής. Κάλεσε σπίτι κόσμο. Γνωστούς και φίλους, κυρίως όλους εκείνους που τον ξεχνούσαν τον προηγούμενο χρόνο. Έφτιαξε φαγητό με τα ίδια του τα χέρια. Καθάρισε, έπλυνε, ξεζούμισε, έβρασε, σέρβιρε. Τη γλώσσα του κι όλες τις λέξεις, με πατάτες στο φούρνο. Η βραδιά έκλεισε με μια παρατεταμένη κραυγή στην ταράτσα των φλύαρων μικροαστικών ιστοριών από το στρατό, την πρώτη φορά, κάποιες διακοπές με μια κοριτσοπαρέα, τη δουλειά, τη γειτονιά και τα καθημερινά σήριαλ, τα κουτσομπολιά της διπλανής πόρτας. Μια κραυγή στα παράθυρα μιας παγωμένης, χυδαίας λέξης. Της σιωπής.

α.κ.

Νitrogen narcosis


Στις γιορτές συνηθίζω να βγάζω κάποιες ημέρες απ’ το ημερολόγιο.
Τις χρησιμοποιώ για να διορθώσω τα λάθη της υπόλοιπης χρονιάς.
Καμιά φορά στρέφω το κεφάλι μου πίσω και σκαρφίζομαι τρόπους να βγω απ’ το κάδρο.
Τα απογεύματα όμως,
ήμασταν όλοι εκεί,
μια τεράστια οικογένεια,
έρχονταν ακόμα κι αυτοί που είχαν πεθάνει γιατί η παρουσία σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις ήταν υποχρεωτική.
Για να περάσει η ώρα, η μητέρα μου έστρωνε να κοιμηθώ στο πλατύσκαλο. Ύστερα έρχονταν τα παιδιά και ξέστρωναν τις κουβέρτες μου για να γελάσουν.
Τελικά ποτέ δεν είχα ένα μέρος να κοιμηθώ
κι ας ήμουν εγώ που κανόνιζα εκείνες τις συγκεντρώσεις.
Δε διαμαρτύρομαι για τις ωραίες ιδέες.

ε.σ.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Μια νύχτα, πολύ παλιά



Πράσινες σατέν κορδέλες αγωνίζονται για μια πιο αξιοπρεπή θέση μέσα στο σύμπαν. Καμιά φορά απογοητεύονται και πέφτουν. Πάμε λίγο πιο πίσω. Τι γύρευα εκεί; Κάποιος με τράβηξε απ’ το μπουφάν και μ΄ έβαλε με τη βία στο ξένο όνειρο.



Πολύχρωμοι κύκλοι στον αέρα. Ουράνιο τσίρκο. Εσύ μουρμούριζες κάτι τραγούδια ξεχασμένα, κανείς δεν κατάλαβε πως τις πληγές τις έκανα μόνη μου με μυστικό όπλο. Τώρα δεν μπορώ να κουνηθώ, θα περιμένω τις πρώτες βοήθειες.



Ένα κορίτσι ακρωτηριασμένο, καθισμένο στην άκρη του κύματος προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο. Ύστερα ο Θυμός. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο, είμαι το αντίθετο της Θύμησης, είπε. Το άλλο της γένος κι ίσως το άλλο μισό της. Στο μεταξύ, οι προθέσεις κροτάλιζαν τόσο δυνατά, που σκέπαζαν το ρολόι.
ε.σ.

Ιστορία Εποχής Κυνηγιού





Ήταν κάποιος που έβλεπε όνειρα χωρίς να κοιμάται...Στριμωγμένος στο κρεβάτι του έφτιαχνε ροές εικόνων και ήχων και θραύσματα από ιστορίες. Ήταν ένας τρόπος χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα. Κάτι που συνέβαινε τυχαία στα ερείπια της συνείδησης...
Ένα βράδυ, πετούσε στο δωμάτιο με την πόρτα μισάνοιχτη για να μη συγκρουστεί με το κρεβάτι και την ντουλάπα και την πολυθρόνα. Κάποιος περαστικός ή γείτονας νόμισε ότι ήταν πουλί και τον πυροβόλησε στο δεξί φτερό. Ήταν η εποχή της θήρας και η πόλη είχε γεμίσει ένοπλους κυνηγούς...Προσγειώθηκε στο κρεβάτι, ενώ το τραυματισμένο φτερό του πλημμύρισε το δωμάτιο με φόβους, αντικείμενα καθημερινής χρήσης , ένα κινητό τηλέφωνο που άρχισε να χορεύει σαν ξεχαρβαλωμένο, ένα βιογραφικό σημείωμα που γέλαγε ακατάπαυστα, ένα πιστολάκι που φυσούσε παγωμένο αέρα στην λεκάνη, το ποδήλατο που είχε φύγει από το σπίτι μικρός, δύο κουτιά με φάρμακα, ένα τραγούδι που του χάρισε κάποιος που χτύπησε σε ένα τροχαίο, ένα λυγμό από μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ, αλλά το έβαλε στα πόδια όταν εκείνη έμεινε έγκυος και σλόγκαν διαφημίσεων για τα λευκά του δόντια και τα βρώμικα εσώρουχα του και πολλές άπειρες ειδήσεις από το δελτίο των 8 και ένα σκισμένο χάρτη του κόσμου και μια γέφυρα που κοίταζε όλη τη μέρα χτες και μια πτώση που ετοίμαζε χρόνια τώρα, σε όλα τα ύψη της πόλης και όλα τα υπόγεια της μοναξιάς του...Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει, ήταν ποιά ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που έβγαλε φτερά...Πριν ή αφότου εμφανίστηκε ο κυνηγός;

α.κ.

Φιλοξενούμενος για δεύτερη φορά... Μάνος Βαρυπάτης


...όμως ξέρεις,
τα όμορφα ιστιοφόρα
κρύβουν τη θάλασσα
η ανάγκη την επιθυμία
τα μάτια σου
τον απέραντο κόσμο
κι εγώ λογικός
γι' αυτό χωρίς ποίηση.