Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Πρώτη πεινασμένη ιστορία

Μια μαυροφορεμένη γυναίκα καθισμένη στο πλατύσκαλο ενός καθρέφτη πλέκει με λευκή κλωστή την ιστοριογραφία από τα αποσπασμένα ξεροκόμματα του κόσμου. Στις αυλακώσεις του προσώπου της ρέει ο χρόνος, τραυματισμένος από τα πρωινά ξυπνήματα και τους θρήνους των οριστικών αποχωρισμών. Στο κουβάρι της έχει τυλίξει όλη τη γη και
όπως ξεδιπλώνεται γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει…

Εκείνο το γυμνό πρωινό μαζεύτηκαν για το έσχατο συσσίτιο οι μνήμες όλης της ανθρωπότητας η βουβαμάρα των κλειστών παράθυρων και η φλυαρία των τρελών σε μια ουρά απέραντη να εκτείνεται πέρα από τον ρημαγμένο ορίζοντα των πεινασμένων. Το γεύμα ήταν λειψό ψωμί και σούπα από κρέας σάπιο πρώτα όμως σέρβιραν καφέ κάτι πενθούσαν ποιος θυμάται μια γυναίκα αρχίζει να γελάει ρίχνοντας κάτω το βάζο της επισημότητας το γέλιο απλώνεται στους μύες του σώματος της και το αναγκάζει σε μια ακανόνιστη σύσπαση ηχεί στην τελειωτική έκφραση ενός κύκλου που κλείνει και οφείλει στον κόσμο έναν μορφασμό που να μη θυμίζει θάνατο ένας άντρας την πλησιάζει είναι τυφλός ακολουθεί τον ήχο όλοι οι άλλοι κάνουν πίσω την αγκαλιάζει σφιχτά μια ακτίνα φωτός τους σημαδεύει ρουφάει το γέλιο απ΄το στόμα της
η ακτίνα τους πυροβολεί.

α.κ.
σκίτσο: Γιώργος Τσόπανος

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Broken glass eye

"Sir William Gull" by George Tsopanos


Sometimes I can see you walk down the streets
Walking and talking alone in the dark
Sometimes I can see you walk down the streets
I see you through my broken glass eye

Someday I will leave you and I’ ll follow some freaks
I ‘ll leave you walking straight up to this mark
Someday I will leave you and i’ ll follow some creeps
I used to forgive you I used not to cry

Somehow I know that you ‘ll never believe me
You ‘ll just keep on walking on glasses and blood
Somehow I know that you ‘ll never believe me
The moon will stop rising, the laughter’ll be sad

Somewhere I’ ll be watching you coming along
In a magic sphere with whispers and spells
Somewhere I’ ll be watching you coming along
In my broken glass eye, in heavens, in hells

e.s.

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Εγχαράξεις




Μέσα στα θραύσματα της απώλειας πασχίζω να ανασυνθέσω στις μνημονικές εγγραφές των γέλιων/χαραγμένα στο τραπέζι/στην πολυθρόνα/στα εγκεφαλικά στρώματα που κυλιστήκαμε /επιστρέφω/ καθαρός πόνος/ το πρόσωπο ίδιο/ οι αιώνες που πέρασαν πέρασαν μόνο στα κομμένα νύχια/ και τα μαλλιά/ ίσως και στα άγνωστα πρόσωπα που στοιβάχτηκαν στα μάτια μας/ λέξεις/ εκθέματα από πρόσφατες ανασκαφές/ σχεδιασμοί μιας εκδίκησης στην κόψη του τυχαίου/ σε αθώες ερωτήσεις στριμώχτηκε μια φευγαλέα επιθυμία που σφήνωσε στο παράθυρο/χτύπησε/ γύρισε πίσω και με κάρφωσε κατευθείαν στο στήθος/η άγνοια των μορφασμών/ και ο στρόβιλος της μέρας να με στέλνει κατευθείαν στο άπειρο/ πάλι μακριά σου/ η φωνή/ να νανουρίζει μέσα μου ανήσυχα βρέφη/ να πω τη λέξη ολόκληρη/ σήμερα θα φάω όλο μου το φαγητό/ ο πόνος κατοικεί στο στομάχι/και κάπως έτσι ημερεύει.

α.κ.

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

τοκ τοκ


Ας υποθέσουμε πως ζω μέσα σε μια βαλίτσα. Η βαλίτσα είναι το σπίτι μου. Οι φίλοι μου όταν θέλουν να μ' επισκεφθούν βγαίνουν απ' τα διαμερίσματά τους και χτυπούν ευγενικά τη βαλίτσα μου με τους δεύτερους συνδέσμους των δαχτύλων τους. Κοιτάζω από μια μικρή τρύπα του λουκέτου, αλλά δε βλέπω ποτέ κανέναν. Έτσι δεν τους ανοίγω. Μια νύχτα, ενώ κοιμόμουν, νόμιζα πως είδα ένα όνειρο. Ήρθαν, λέει, να μ' επισκεφθούν τέσσερις εντελώς ξένοι άνθρωποι, οι γείτονες αργότερα είπαν πως τους έβλεπαν για πρώτη φορά, στην πραγματικότητα κανείς δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ. Φορούσαν γκρίζα κοστούμια και ασπρόμαυρα λουστρίνια, φαίνονταν πολύ καθωσπρέπει. Χτύπησαν αρκετές φορές. Δεν άνοιξα, αφού από την τρύπα της κλειδαριάς δε φαινόταν κανείς. Το επόμενο πρωί, σήκωσαν τη βαλίτσα, ο καθένας από μια γωνία και τη μετέφεραν για ώρες, ψάλλοντας. Ήμουν σίγουρη πως ήταν όνειρο απ' το οποίο δεν μπορούσα να ξυπνήσω, όμως ήταν αλήθεια, ένα σπίτι- βαλίτσα απ' το οποίο δεν μπορούσα να βγω. Ύστερα τα φτυάρια χωρίς κλάματα.
Ευτυχώς, είναι κατ' ευχήν ελαφρύ το χώμα που με σκεπάζει, κι έτσι μπορώ και σας μιλάω. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως ζω μέσα σε μια βαλίτσα κάτω από τη γη.

ε.σ.