Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Μπλού Σταρ: ΑΜΟΡΓΟΣ *

«Η θερμική διαστολή είναι το φαινόμενο κατά το οποίο αυξάνονται οι διαστάσεις ενός σώματος καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία του. Λόγω της θερμοκρασίας τα άτομα επιταχύνονται και απομακρύνονται».


Το καλοκαίρι αγαπά τα ψέματα. Οταν έρχεται ο Αύγουστος όλα αλλάζουν θέση. Αλλάζουν το χώρο που καταλαμβάνουν στο σύμπαν, διεκδικούν λίγο περισσότερο. Διαστέλλονται, ακολουθούν τους νόμους της φυσικής. Οταν έρχεται ο Αύγουστος όλα μεγαλώνουν, απλώνονται. Οι μέρες, οι επιθυμίες, τα ξύλα του παρκέ, οι βόλτες, οι αναβολές, τα όνειρα, οι κρίσεις νοσταλγίας. Οι αποστάσεις ανάμεσά μας. Τα πλοία γίνονται θεόρατα, τα νησιά χώρες ολόκληρες, οι κόλποι γίνονται ωκεανοί, τα κόλπα ιδιοφυή. Ολα τα σχέδια βέβαια γίνονται στην άμμο. Φροντίζεις όμως να είναι τόσο μεγάλα, ώστε να σε εντοπίσει ένα ελικόπτερο που θα πετάξει από πάνω σου αν ναυαγήσεις μόνος, μόνος επιζών ολομόναχος σε μια πλαζ γεμάτη σεζλόνγκ και ψάθες και φωνές και καφέδες σε πλαστικό που έχουν βράσει απ’ τον ήλιο. Αποκλείεται να ήσουν εσύ. Αποκλείεται να ήσουν εκεί. Εκεί δεν φυτρώνουν μεγάλες επιθυμίες, εκεί φυτρώνουν μόνο λίγες ώρες ολοστρόγγυλες που μέσα τους δεν έχουν τίποτα. Το ξέρω, γιατί τις έχω δει να σκάνε όταν φουσκώνουν. Τίποτα, είναι κενές.
Τρέφονται παρασιτικά από τα αρμυρίκια, ζουν μόνο από το «ακριβώς» στο «ακριβώς», ούτε λεπτό παραπάνω. Οταν έρχεται ο Αύγουστος, μόνο τα σπίτια και οι ζωές μικραίνουν. Αλλά το καλοκαίρι τα αγαπά τα ψέματα. Να φυλάγεσαι. Ο μόνος έρημος τόπος αυτή την εποχή του χρόνου είναι το σπίτι σου. Αυτή είναι η άγονη γραμμή. Γιατί σου λείπει ένας ουρανός χωρίς τέλος κι ένα καφενείο με ανοιχτοπράσινες καρέκλες, σου λείπει μια καλημέρα αγουροξυπνημένη που φτάνει μέχρι το παγωμένο νερό, μια θέα που κάθε μέρα αλλάζει, μετακινείται, ένας ορίζοντας που κάθε μέρα μεγαλώνει. Διαστέλλεται από τη ζέστη του Αυγούστου, από τη ζέστη του μυαλού σου.
Μια βόλτα για παγωτό στις τρεις τα ξημερώματα, ένα φιλί που θα ’θελες να έχει άλλο φόντο, μια συζήτηση που ξεκινάει με δροσερό αλκοόλ και τελειώνει με την πιο υπέροχη σιωπή. Τα τραγούδια που σε κάνουν να νομίζεις πως ζεις πάντα το ίδιο καλοκαίρι και αυτά τα ίδια που σου θυμίζουν όλα όσα έφυγαν ανεπιστρεπτί. Τα φαντάσματά τους επιστρέφουν για πάντα μεταλλαγμένα, καταδικασμένα πνεύματα που δεν ελευθερώνονται ποτέ απ’ τα επίγεια κι όλο ξαναγυρίζουν. Για να βρουν τι; Αστέρια που έλαμψαν κάποτε, αλλά δεν θέλουν εξηγήσεις, λέιζερ φεγγάρια πάνω σε ελάχιστους κυματισμούς και η αίσθηση ότι επιπλέεις αιώνια σ’ ένα τεράστιο γαλάζιο φρουί ζελέ. Δεν θα βουλιάξεις ποτέ, εγώ είμαι εδώ.
Τελευταία στιγμή λες, δεν πειράζει, θα το χάσω το πλοίο, θα πάρω το επόμενο. Το εισιτήριο το ξεχνάς στο πάτωμα ενός μικρού δωματίου ή πάνω σ’ ένα μπλε τραπεζάκι, τι σημασία έχει; Το πλοίο έφυγε. Αφήνεις έτσι να φύγει και το επόμενο. Και το επόμενο. Ξαφνικά όλα τα πλοία έγιναν τόσο ασήμαντα, τόσο μικρά, οι νόμοι της φυσικής αντιστράφηκαν, τους νίκησες κάτω από έναν αλλιώτικο πυρωμένο Αύγουστο. Κι οι μέρες μικραίνουν. Οι νύχτες το ίδιο. Μόνο η καρδιά σου συνεχίζει να διαστέλλεται, θέλει να μεγαλώσει κι άλλο, να πιάσει όλο σου το σώμα, όλο σου τον κόσμο. Δεν έχεις άλλον τρόπο, δεν έχεις άλλο εισιτήριο. Επινοείς ακυρωμένα δρομολόγια, σηκώνεις με το μυαλό σου πολλά μποφόρ, πώς να φύγεις;
Γιατί να φύγεις; Να μείνεις για πάντα εδώ και να ’ναι πάντα καλοκαίρι. Να πεθάνουμε στα γέλια με την πρώτη βροχή, να πεθάνουμε στο κλάμα με τον τελευταίο αποχαιρετισμό του τελευταίου φίλου. Να φυσάει. Να ’μαστε αγκαλιά κι ας φυσάει. Τα χωριά να ’ναι άδεια, το κρύο αλλιώτικο, καθαρό, πάλι να το χάσεις το πλοίο. Ο χειμώνας να είναι πραγματικός, να είναι αυτή η διαφορά του με το καλοκαίρι. Γιατί το χειμώνα τα χέρια μπλέκονται στ’ αλήθεια.
Το πρωί ξυπνάς απ’ το όνειρο, τα σεντόνια τσαλακωμένα, η ζέστη ακόμα παρούσα, το εισιτήριο ανέκδοτο. Να μην πας πουθενά. Να μην πιστέψεις πάλι όλα αυτά τα ψέματα του Αυγούστου. Υπομονή, θα έρθει ο Σεπτέμβρης και όλα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά. Κοιμήσου ξανά, ησύχασε. Κοιμήσου ξανά, ξέχνα. Θα σου πάρω μια κρίση πανικού να σου κρατάει συντροφιά κάθε μέρα στις πεντέμισι και μουσικές και κάτι άλλα λόγια και κάτι άλλα ποτά και κάτι σκέψεις τρομαχτικές, ανεξέλεγκτες. Διεσταλμένες, σαν τις επιθυμίες του Αυγούστου, απ’ το ίδιο υλικό φτιαγμένες. Θα σου πάρω και πεταλούδες να τις κλείσεις όπου θες, θα σου πάρω ένα κουτί, ένα κλουβί ή θα σου επιστρέψω το σώμα που δανείστηκα, το στομάχι σου ή την καρδιά σου που τόσο είχε μεγαλώσει, και θα είναι σπάνιες πολύ οι πεταλούδες αυτές, πολύχρωμες, εξωτικές, δηλητηριώδεις.
Ισως κάπου στις Κυκλάδες ένα πλάσμα φανταστικό με μορφή απροσδιόριστη να περιμένει σ’ ένα λιμάνι σκοτεινό να σε μαγέψει με χίλιες μουσικές και χίλια ξόρκια. Μόνο το φανάρι θα αναβοσβήνει. Να μη φοβηθείς να κατέβεις. Να κατέβεις ένα καλοκαίρι γεμάτο ψέματα, έναν Αύγουστο που όλα τα παραμύθια θα έχουν διασταλεί απ’ τη ζέστη, να κατέβεις μια νύχτα που οι σκέψεις θα έχουν μεγαλώσει τρομαχτικά, δεν θα τις παίρνει πια η θάλασσα ή θα έχουν γίνει ξέρες. Θα βρεθούμε εκεί.

ε.σ.
*δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Metropolis, τ.996, 27/7/2012